- διαπέπτω
- δια-πέπτω, durchkochen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδιάπεπτος — η, ο (AM ἀδιάπεπτος, ον) αυτός που δεν υφίσταται πέψη, κακοχώνευτος, δύσπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *διαπέπτω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαπεψία] … Dictionary of Greek